- φίσα
- η(λ. γαλλ.)1. καθένα από τα μικρά ομοιόσχημα φύλλα χαρτιού ή χαρτονιού, στα οποία γράφονται σημειώσεις, πληροφορίες κτλ. για ταξινόμηση κατά αλφαβητική σειρά ή κατά ύλη, καρτέλα, δελτίο.2. μάρκα χαρτοπαίγνιου: Eξαργύρωσε φίσες στο καζίνο και πήρε χρήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.